- ἀπάτερθε
- ᾰπᾰτερθε1 apart ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) O. 7.74
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
απάτερθε(ν) — ἀπάτερθε(ν) επίρρ. (Α) 1. χωριστά, χώρια 2. μακριά από κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άτερθε(ν) «χωριστά, μακριά»] … Dictionary of Greek
ἀπάτερθε — apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτερθεν — ἀπάτερθε apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)